Aντε να σηκωθώ να συμμαζεψω το τραπέζι και να κάνω και καφέ. Κάτσε εσύ ρε Αννoυλα, θα τα κάνω εγώ απόψε. Έχει τόσα χρόνια που τα κάνεις εσύ κάθε μέρα.»
Σηκώθηκε με δυσκολία απο το τραπέζι και άρχισε να μαζέυει τα πιατα.
«Ούτε που αγγιξες το κολατσιο σου. Μά τι έπαθες και δέν τρώς πια; θυμάσαι , που πηγαιναμε και τρώγαμε στην ταβέρνα του Πασχάλη; Στο Βαρυκο; Είμασταν νέοι όμως τότε ρε Αννουλα. Τωρα, και να τα καταφέρναμε να πάμε εκει πάνω , με τι δόντια να μασησουμε;»
Γέλασε σαρκαστικά και δυνατά. Το γέλιο του κατέληξε σε ένα αναστεναγμο που σιγόσβηνε, ένα «Άχ» που μες τα τρία δευτερόλεπτα που υπήρξε, εφερε στο νου του σκέψεις και νοσταλγίες ογδόντα χρόνων.
Διπλώνοντας τα μανίκια του πάνω, άρχισε να πλενει τα πιατα.
«Αυτα τα πιατα ρε Αννουλα τα αγοράσαμε τότε που κάναμε τον Αντρέα, θυμάσαι; Ξοδεψα ενα μεροκάματο για να τα πληρωσουμε. Πορσελάνινα, με την άσπρη μαργαρίτα στην κάτω άκρη του πιατου. Έρχοταν και η Μαρούλλα του μπαρμπέρη και μας πειραζε πως έχουμε πιατα πορσελάνινα αλλά πίνουμε νερό απο την καντίλα του τενεκέ.
Τωρα ξέρω τι σκέφτεσαι και δεν μιλάς. Με επιασαν οι αναμνήσεις και με αφήνεις να μουρμουραω μόνος μου. Λες απο μέσα σου, -άφησε τον γέρο καποτε θα βαρεθεί και θα σιωπασει. Ετσι ησουν παντα, με αφηνες να μουρμουραω και εσυ ακουγες. και αυτα τα ευλογημενα τα πιατα, δεν καθαρίζουν. Πηγα στον μπακκάλη να παρω Σίβα να κάνω την δουλεια μου όπως την ξέρω και μου έδωσε ένα υγρό ‘Λουλούδια του δάσους’ . Αλλάξαν οι καιροί Αννουλα μου.»
Γυρισε και την κοιταξε,με ενα βλεμμα περιεργο και απορημενο... Λιγο πειραγμένος απο την σιωπή,της είπε.
«Καλα...καλα..σωπαινω... Θέλειςνα κανω καφε να πιούμε; Παλι δεν λες τίποτε.»
Έβαλε το μπρίκι στην φωτια και αρχισε να ανακατώνει τον καφέ και την ζάχαρη. Με την φωτια χαμηλή, να ψηθεί καλά ο καφές.
Κτύπησε η πόρτα. Μιά φορα, δύο φορές. Την τρίτη φορά δυνατά.Και μετά ακόμα πιο δυνατά και απανωτά.
«Μπαμπά είσαστε μέσα; Μαμα είσαστε καλά; Ανοιξτε μας!»
Ο γέρος τον χαβα του «Άφησε τους να φωναζουν» είπε χαμηλοφωνα «αν έρθουν μέσα Αννουλα, θα θέλουν να σε πάρουν μαζί τους. Εγώ μόνος μου δεν μενω... ούτε και με εκεινη την ιδιότροπη την νύφη σου.»
Η πόρτα ξεκλείδωσε.
«Μπαμπά γιατί δεν ανοίγεις; Εχει δυο μέρες που σας γυρεύουμε. Ανησυχήσαμε. Νομίσαμε πάθατε τίποτε. Μαμα, τι έχεις; Πες κατι.»
Πηγε κοντα και την σκουντηξε ελαφρά.
Ακίνητη, αμίλητη. Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να ήταν πεθαμένη τουλάχιστον εικοσιτέσσερεις ωρες πρίν.Απο καρδια.
Για τον γέρο όμως η Αννουλα δεν γινοταν να πεθάνει. Τουλάχιστον όχι πρίν απο εκεινον..
2 σχόλια:
Ίσως να τυχαία να βρήκα το σπιτικό σου αλλα πραγματικά με συγκλόνησες!!! Δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ!!!
"Μυστικά" φιλιά!!!
Ευχαριστω πολυ για τα καλα σου λογια "μονοπατι"
Και θα σε επισκεφθω συντομα..
Δημοσίευση σχολίου